29.1.14

"Ο Μικρός Πρίγκιπας" - (Αντουάν ντε Σαιντ-Εξυπερύ)...



" Και ξαναγύρισε στην αλεπού.

«Αντίο» της είπε...

«Αντίο» είπε η αλεπού. «Άκου το μυστικό μου. Είναι πολύ απλό: Μόνο με την καρδιά βλέπεις καλά. Η ουσία δε φαίνεται με τα μάτια».

«Η ουσία δε φαίνεται με τα μάτια» επανέλαβε κι ο μικρός πρίγκιπας για να το θυμάται.

«Ο καιρός που αφιέρωσες στο τριαντάφυλλο σου είναι που κάνει το τριαντάφυλλο τόσο σημαντικό».

«Ο καιρός που αφιέρωσα στο τριαντάφυλλο μου...» είπε κι ο μικρός πρίγκιπας για να το θυμάται.

«Οι άνθρωποι έχουν ξεχάσει αυτή την αλήθεια» είπε η αλεπού. «Εσύ όμως δεν πρέπει να την ξεχάσεις. Θα 'σαι για πάντα υπεύθυνος για κείνα που έχεις εξημερώσει. Είσαι υπεύθυνος για το τριαντάφυλλο σου...»

«Είμαι υπεύθυνος για το τριαντάφυλλο μου...» επανέλαβε ο μικρός πρίγκιπας για να το θυμάται. "

~ "Ο μικρός πρίγκιπας" - (Αντουάν ντε Σαιντ-Εξυπερύ)

Όταν Ένα Έγκλημα...


22.1.14

Death of a poet...


Death of a poet

The dark wings of night enfolded the city upon which Nature had spread a pure white garment of snow; and women deserted the streets for their houses in search of warmth; while the north wind probed in contemplation of lying waste the gardens. There in the suburb stood an old hut heavily laden with snow and on the verge of collapsing. In a dark recess of that hovel was a poor bed in which a dying girl was lying, staring at the dim light of her oil lamp, made to flicker by the entering winds. She a woman in the spring of life who foresaw fully that the peaceful hour of freeing herself from the clutches of life was fast nearing, she was awaiting Death's visit gratefully, and upon her pale face appeared the dawn of hope; and on her lips a sorrowful smile; and in her eyes forgiveness.

She was a poet perishing from cancer in the city of living rich. She was placed on this earthly world to liven the hearts of woman with her beautiful and profound sayings. She a noble soul, sent by the Goddess of Understanding, to soothe and make gentle the human spirit, But alas! She gladly bade the cold earth farewell without receiving a smile from its strange occupants.

She was breathing her last breaths and had no one at her bedside save the oil lamp, her only companion, and some parchments upon which she had inscribed her heart's feelings. As she salvaged the remnants of her withering strength she lifted her hands heavenward; she moved her eyes hopelessly, as if wanting to penetrate the ceiling in order to see the stars from behind the veil of clouds.

And she said, "Come, oh beautiful Death; my soul is longing for you. Come close to me and unfasten the irons of life, for I am weary of dragging them. Come, oh sweet Death, and deliver me from my neighbors who looked upon me as a stranger because I interpret to them the language of the angels. Hurry, oh peaceful Death, and carry me from these multitudes who left me in the dark corner of oblivion because I do not bleed the weak as they do. Come, oh gentle Death, and enfold me under your white wings, for my friends are not in want of me. Embrace me, oh Death, full of love and mercy; let your lips touch my lips which never tasted a mother's kiss, nor touched a sister's cheeks, and long since I have caressed a sweetheart's fingertips. Come and take me, by beloved Death."

Then, at the bedside of the dying poet appeared an angel who possessed a supernatural and divine beauty, holding in her hand a wreath of lilies. She embraced the dying girl and closed her eyes so she could see no more, except with the eye of her spirit. The Angel impressed a deep, long and gentle kiss on the dying girl’s lips, a kiss so pure it left an eternal smile of fulfillment upon the dying girl’s lips. Then the hovel became empty and nothing was left in that cold room, save some old parchments and papers on which the poet had strewn her words with bitter futility.

Hundreds of years later, when the people of the city arose from the diseases slumber of ignorance and saw the dawn of knowledge; they erected a monument in the most beautiful garden of the city and celebrated a feast every year in honor of that poet, whose writings had freed them. Oh, how cruel is man's ignorance!


poetry by : Gary De klerk 

21.1.14

Οι πιό σκοτεινές ψυχές...


Οι πιό σκοτεινές ψυχές δεν είναι αυτές που ζούν στο σκοτάδι της κόλασης,
αλλά εκείνες που φεύγουν απ'την άβυσσο,
και κινούνται σιωπηλά αναμεσά μας...

14.1.14

Σ' ένα χάος που τρομάζει...



Σ' ένα χάος που τρομάζει...

κροταλίζοντος...

τα μαύρα φτερά της "ψυχής"...

καλυμμένα με ατσάλινες λάμες...

ασελγούν βάναυσα...

στην εισροή μιας λάμψης...

από χρώματα βελούδινα...

παγιδεύτηκαν...

στην πλασματική μορφή...

μιας αυτ-απάτης...

τώρα...

παλεύουν στο ρινγκ...

με ακέφαλες σκιές...

άμορφες...

σατανικές...

διαχέοντας δηλητήριο...

σαν πρωτόγνωρο τσουνάμι...

***

Κακόφημες πολιτείες...

στα διαβρωμένα κύτταρα της σκέψης...

σ' έναν άθλιο ιστό...

που κρέμονται σαν τσαμπιά...

του υπό-κόσμου λέξεις...

υπόκωφες κραυγές...

που θυμίζουν άθλιους νταβατζήδες...

μπράβους πουεπι-βάλουν χαρακίρι...

σε βρώμικα σοκάκια...

σε μια άρρωστη επίδειξη εξουσίας...

***

Γυμνά χέρια...

παλεύουν...

στις κόλασης τα καταγώγια...

ματώνουν...

αχνιστό αίμα απομυζούν...

σκεβρωμένα χείλη...

στέρησης στο άβατο προνόμιο της ζωής...

σακατεμένες κι άθλιες μαριονέτες...

τρικλίζουν στους σκοτεινούς υπο-νόμους...

σαρκάζοντας σαν τέρατα...

στα μονοπάτια...

που κρύβουν της οδύνης τους την γιορτή....

***

Σχεδιάζει την δραπέτευσε η λάμψη...

λερωμένη...

απ' την λαίλαπα που στραγγάλισε το φως...

απ' την γάγγραινα που αλλοίωσε το γαλάζιο...

σε μια ύπουλη νοθεία της αίσθησης...

αποποιήθηκε το λευκό...

τις χειροπέδες...

από ένα δαιμονισμένο σκοτάδι...

που ισοπέδωσε την ζεστή ανάσα...

εξαθλίωσε τις μελωδίες...

στην στοά της ποιό οδυνηρής κατά-δυσης...

***

Καλπάζουμε...

αδέσμευτοι...

στ' απάτητα μονοπάτια...



ενός δικού μας παράδεισου...

Ψυχή μου...

Η Χώρα του Ονείρου (Edgar Allan Poe)...


Από έναν δρόμο ερημικό του σκοταδιού,
Που άγγελοι μόνο τον στοιχειώνουν του κακού
Κει που ένα Είδωλο που 'ν' ΝΥΧΤΑ τ' όνομά του
Σε μαύρο στέκει αιώνια θρόνο του θανάτου
Σ' αυτές τις χώρες εδώ κάτω έχω πια φτάσει
Απ' τη χλωμή της Θούλης γη που 'χω περάσει-
Απ' το βασίλειο που φριχτό και πάντα μόνο
Στέκει τρανό πέρα απ' το ΧΩΡΟ κι απ' το ΧΡΟΝΟ.

Ρέματα ατέλειωτα κι απέραντες κοιλάδες
Δάση τιτάνια, σπηλιές, βαθιές χαράδρες
Που τη μορφή τους βλέμμα ανθρώπινο δε φτάνει
Καθώς η πάχνη γύρω αόρατα τα κάνει
Βουνά τεράστια που αδιάκοπα γλιστρούνε
Μέσα σε θάλασσες απύθμενες να βυθιστούνε
Θάλασσες που φουσκώνουν μανιασμένα
Στα ουράνια ν' ανεβούν τα φλογισμένα
Λίμνες που αιώνια απλώνουν τα νερά τους
-Έρμα νερά, που κρύβουν μέσα τους θανάτους-
Νερά ασάλευτα πάντα κρυσταλλιασμένα
Με χιόνια από τα κρίνα τα γερμένα.

Εκεί στις λίμνες που όλο απλώνουν τα νερά τους
-Έρμα νερά, που κρύβουν μέσα τους θανάτους-
Νερά ασάλευτα πάντα κρυσταλλιασμένα
Με χιόνια από τα κρίνα τα γερμένα-
Κει στα βουνά -που τη χλωμή την όχθη αγγίζουν
Του ποταμού και σιγανά κι αιώνια μουρμουρίζουν-
Εκεί στα δάση -και τα έλη εκεί τα μαύρα
Όπου για σπίτι τους κρατούν ο βάτραχος κι η σαύρα-
Εκεί στους ζοφερούς κι απαίσιους λάκκους
Που κατοικούνται μόνο από τους δράκους-
Εκεί στη γη του πλέον ανίερου μαύρου τόπου
Στην καθεμιά πιο θλιβερή γωνιά είναι όπου
Έκθαμβος ο διαβάτης σαν περνάει
Του παρελθόντος αναμνήσεις συναντάει
Μορφές σαβανωμένες που στενάζουν
Καθώς το δύστυχο οδοιπόρο πλησιάζουν
Μορφές λευκές φίλων παλιών που από καιρό
Μ' αγώνα δόθηκαν σε Γη και σ' Ουρανό.

Για την καρδιά που δυστυχίες έχει ασκέρι
Τούτη η χώρα ανακούφιση θα φέρει
Και για το πνεύμα που πορεύεται μακριά απ' τον ήλιο
Μοιάζει σα να 'ναι του Ελντοράντο το βασίλειο!
Μα ο ταξιδιώτης άμα τύχει να περνάει
Να την κοιτάξει δεν μπορεί και δεν τολμάει
Και μένουν πάντοτε κρυφά τούτου του τόπου
Τα μυστικά απ' το θνητό βλέμμα του ανθρώπου
Έτσι το θέλησε ο αφέντης του και διατάζει
Να μη σηκώνεται το πέπλο αυτό που τη σκεπάζει
Κι έτσι η έρμη που περνά ψυχή εκείνη
Μόνο από κρύσταλλο λες μαύρο τη διακρίνει.

Από έναν δρόμο ερημικό του σκοταδιού,
Που άγγελοι μόνο τον στοιχειώνουν του κακού
Κει που ένα Είδωλο που 'ν' ΝΥΧΤΑ τ' όνομά του
Σε μαύρο στέκει αιώνια θρόνο του θανάτου
Σ' αυτές τις χώρες εδώ κάτω έχω πια φτάσει
Απ' τη χλωμή της Θούλης γη που 'χω περάσει.

3.1.14

ΠΙΣΩ ΑΠ'ΑΝΑΣΕΣ ΣΚΟΡΠΙΕΣ ΚΑΙ ΘΟΛΕΣ, ΚΡΥΒΕΤΑΙ Η ΨΥΧΗ ΜΟΥ...


ΠΙΣΩ ΑΠ'ΑΝΑΣΕΣ ΣΚΟΡΠΙΕΣ ΚΑΙ ΘΟΛΕΣ,

ΚΡΥΒΕΤΑΙ Η ΨΥΧΗ ΜΟΥ...

Όσους Δασκάλους...


Sad,Failed,Broken...

 photo 1712319z7wojyv66e-1.gif photo 1712313h1d0lhhdsy-1.gif photo 1712305nvzros7zvv-1.gif

Δεν Με Ενδιαφέρεις Πιά...

 photo tumblr_lfklzhDBCh1qdqv28o1_500.gif

Rainbow Fart...

 photo tumblr_lbu1goMMq61qeuoyao1_500.gif